- απρόσδεκτος
- η , ο (ος , ον ] неприемлемый, недопустимый; нежелательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος … Dictionary of Greek
ἀπρόσδεκτος — inadmissible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτον — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδέκτους — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδέκτων — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτα — ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτοι — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)